- ἄποτμος
- ἄ-ποτμος (πότμος): luckless, illstarred, Il. 24.388; sup. ἀποτμότατος, Od. 1.219.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άποτμος — ἄποτμος, ον (Α) [πότμος] άτυχος, κοκότυχος … Dictionary of Greek
ἄποτμος — unhappy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποτμον — ἄποτμος unhappy masc/fem acc sg ἄποτμος unhappy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμότατος — ἄποτμος unhappy masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμότερος — ἄποτμος unhappy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότμου — ἄποτμος unhappy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάποτμος — πανάποτμος, ον (Α) δυστυχέστατος, ατυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄποτμος «δυστυχής»] … Dictionary of Greek
τρισάποτμος — ον, Α πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»] … Dictionary of Greek